Εμπρός στα υπερσύχρονα υφάσματα με την αόρατη ύφανση, ο αργαλειός με τις καθαρές του ευδιάκριτες πλέξεις, μοιάζει αρχαίος. Και όντως είναι!
Η ιστορία του αργαλειού ξεκινά ήδη από τα μέσα της 7ης χιλιετίας, ενώ προστάτιδα της υφαντικής τέχνης κατά την αρχαιότητα φαίνεται να είναι η Θεά Αθηνά, γι’ αυτό ονομαζόταν και «Εργανή Αθηνά». Επίσης όλα τα μινωικά και μυκηναϊκά ανάκτορα της 2ης χιλιετίας διέθεταν εργαστήρια με κατακόρυφους αργαλειούς. Πρώτες αναφορές έχουμε από τον Όμηρο, ο οποίος τον αναφέρει ως ιστό (ραψωδία α:- Πηνελόπη –Μνηστήρες). Η Πηνελόπη ύφαινε τη μέρα και ξεΰφαινε τη νύχτα για να ξεγελά έτσι τους «μνηστήρες», που την περίμεναν να τελειώσει το «διασίδι» της. Η σχέση με τον αργαλειό βέβαια συνεχίστηκε αδιάκοπη και τα μετέπειτα χρόνια και είναι πολλά τα δημοτικά τραγούδια που μεταφέρουν το κλίμα και τη σχέση της υφάντρας με τον αργαλειό της.
« Κι όλη μέρα τακ τακ τακ, τουκ τουκ τουκ, το πέταλό σου κάνει
και το πανί σου κι η απαντή σου, σε πειρασμό με βάνει….!!» (Μουντάκης / Κρήτη)
«Πέτα σαΐτα μου γοργή με το ψηλό μετάξι,
να ‘ρθει ο καλός μου τη Λαμπρή να βρει χρυσά ν’ αλλάξει.
Τάκου τάκου ο αργαλειός μου, τάκου κι έρχεται ο καλός μου.
Μαντήλι από το δάκρυσμα δεν του ‘μεινε στα ξένα,
αρχοντοπούλες τον ζητούν κι αυτός πονεί για μένα.
Τάκου τάκου στην αυλή μου, ώσπου να ‘ρθει το πουλί μου.»
(Σκοποί/ Σοφία Βέμπο 1947)
Την μεγαλύτερη άνθηση της, η ελληνική υφαντική την γνώρισε το 18ο και 19ο αιώνα, με την γενική αναγέννηση του Ελληνισμού.
Κατά τους νεότερους χρόνους ο αργαλειός ήταν το πιο απαραίτητο και πολυτιμότερο εργαλείο για το κάθε νοικοκυριό. Στην Κρήτη ο αργαλειός ονομαζόταν αργαστήρι δηλ. εργαστήριο. Ο αργαλειός κάλυπτε όλες τις ανάγκες της οικογένειας, από είδη ρουχισμού μέχρι και κλινοστρωμνές και μέσω αυτού οι κοπέλες των χωριών ύφαιναν την προίκα τους για το γάμο τους. Τα έργα διακρίνονταν για τους χρωματικούς τους συνδυασμούς και τον πλούτο των διακοσμητικών τους θεμάτων. Οι κύριες πρώτες ύλες για την ύφανση ήταν κυρίως το πρόβειο μαλλί, το βαμβάκι, το λινάρι και το μετάξι, προϊόντα που τα έβρισκαν σχετικά εύκολα και αυτό γιατί ήταν κτηνοτρόφοι και γεωργοί. Μετά τη νηματοποίηση έπρεπε το νήμα να βαφτεί με χρώματα που προέρχονταν από ρίζες, φύλλα ή καρπούς. Από το ριζάρι (= φυτό) έβγαζαν το ονομαστό κόκκινο χρώμα, οι φλούδες των φρέσκων καρυδιών δίνουν το μαύρο, το λουλάκι, το γαλάζιο και τα φύλλα της άσπρης μουριάς, σε συνδυασμό με λίγα φύλλα μηλιάς, το κίτρινο καναρινί. Στη συνέχεια έβραζαν τα νήματα σ’ αυτά τα χρωματικά διαλύματα, ρίχνοντας λίγο λάδι, ξύδι και αλάτι για να μην ξεβάφουν.
Ακολουθώντας την ιδιαίτερη καλλιτεχνική της αντίληψη, η κάθε περιοχή δημιούργησε τη δική της ξεχωριστή παράδοση επάνω στα κιλίμια. Τα κιλίμια της κάθε περιοχής ξεχωρίζουν για το χρώμα τους, τα σχέδια τους και ήταν συνδεδεμένα με την ιστορία της, τη γεωγραφία και τον πολιτισμό της. Τα σχέδια ποικίλουν από πολύ απλά με γεωμετρικά ή θρησκευτικά σύμβολα έως πολύ διακοσμημένα με λουλούδια και ζωικά μοτίβα. Αυτά τα μοτίβα συχνά είναι πολύ χαρακτηριστικά και προσδιόριζαν το όνομα των κιλιμιών. Τα περισσότερα κιλίμια υφαίνονται και αφήνονταν ως κληρονομία για τις επόμενες γενιές. Από τα πιο εντυπωσιακά έργα της κεντητικής αποτελούν τα «Πολύμορφα και Πολυώνυμα κιλίμια» για τον τοίχο, που στολίζουν τους εσωτερικούς χώρους των αιγαιοπελαγίτικων και βορειοελλαδίτικων σπιτιών. Εξίσου πανέμορφες «οι Κόκκινες Πατανίες» της Κρήτης με τις στενές πλευρές τους. Αποτελούν ένα από τα ωραιότερα δείγματα της νεοελληνικής υφαντικής. Ας αναφερθεί ότι τα τρίφυλλα κλινοσκεπάσματα ακόμη στολίζουν τους τοίχους του σπιτιού της νύμφης την ημέρα του γάμου σε κάποια χωριά. Τα ωραιότερα δείγματα αυτής της υφαντικής τεχνοτροπίας προέρχονται από τα χωριά Κισσάμου της Δυτ. Κρήτης. Τα «Γερακίτικα κιλίμια» αναφέρονται ακόμη και σε προικοσύμφωνα και για την ποιότητα κατασκευής τους και τα εμπνευσμένα παραδοσιακά τους σχέδια οι Γερακίτικοι τάπητες έχουν κερδίσει διεθνή βραβεία και επαίνους. Σήμερα αποτελούν βασική υποδομή στην παραδοσιακή διακόσμηση ενός σπιτιού. Πλέον οι γυναίκες υφαίνουν παραδοσιακά και διαθέτουν τα κιλίμια τους σε διάφορα μόνιμα εκθετήρια ή εκτίθενται σε μουσεία λαϊκής τέχνης.
Τα κομψά δημιουργήματα της λαϊκής αυτής τέχνης πέρα από την χρηστική τους αξία ήταν και ένας τρόπος καλλιτεχνικής έκφρασης των γυναικών, γιατί κυρίως οι γυναίκες ύφαιναν, αφήνοντάς μας μια πολύτιμη πολιτιστική κληρονομιά την οποία και μπορούμε να συνεχίσουμε. Τις ευχαριστούμε!
- Άρθρα/
- Παράδοση/